- καπελάς
- ο [καπέλο]κατασκευαστής ή επιδιορθωτής ή πωλητής καπέλων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπελάς — ο θηλ. καπελού αυτός που κατασκευάζει, επιδιορθώνει ή πουλά καπέλα: Είναι καπελάς σ ένα κατάστημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάπελας — ο ο ταβερνιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού αρχ. κάπηλος κατά τα πολλά αρσ. ουσ. σε ας (χειμών ας, πατέρ ας, ταμί ας). Η τροπή τού i σε e λόγω αφομοιωτικής επίδρασης τού ακολουθούντος υγρού (πρβλ. θηλιά > Θελιά, μηλίγγι > μελίγγι… … Dictionary of Greek
κάπελας — ο οινοπώλης, ιδιοκτήτης οινοπωλείου: Πάρε ένα κιλό κρασί από τον κάπελα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ας — ονοματική κατάληξη της νέας Ελληνικής, η οποία χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό αρσενικών πρωτοκλίτων αντί των αρχαίων δευτεροκλίτων σε ος (πρβλ. έγγονας, εύζωνας, κάβουρας, κάπελας, κότσυφας, μάγειρας, Φίλιππας). Ο μεταπλασμός προήλθε κατά τα… … Dictionary of Greek
κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… … Dictionary of Greek
καπηλειό — και καπηλείο(ν), καπουλειό και καπελειό, το (AM καπηλεῑον) οινοπωλείο, ταβέρνα αρχ. μικρό κατάστημα πώλησης αναγκαίων, μικρό παντοπωλείο («καὶ δᾷδας λαβόντες ἐκ τοῡ ἐγγύτατα καπηλείου», Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καπηλειό < καπηλεῖο(ν) < κάπηλος … Dictionary of Greek
ταβερνάριος — ὁ, Α ταβερνιάρης, κάπελας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabernarius «κάπηλος»] … Dictionary of Greek
ταβερνιάρης — ο, θηλ. ταβερνιάρισσα, Ν ιδιοκτήτης ταβέρνας, κάπελας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταβέρνα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. μεροκαματ ιάρης)] … Dictionary of Greek
πιλοποιός — ο ο κατασκευαστής καπέλων, ο καπελάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταβερνιάρης — ο θηλ. ισσα, η (λ. λατ.), ο ιδιοκτήτης ταβέρνας, ο κρασοπώλης, ο κάπελας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)